- λίσφος
- λίσφος, -η, -ον (Α)βλ. λίσπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίσφη — λίσφος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσφοι — λίσφος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσφους — λίσφος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσπος — και λίσφος η, ον (Α) 1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος 2. μικρός, ασήμαντος 3. λισπόπυγος* 4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι) τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από… … Dictionary of Greek
λισφώσασθαι — (Α) [λίσφος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαττώσασθαι» … Dictionary of Greek
υπόλισπος — και αττ. τ. ὑπόλισφος, ον, Α (ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῑς γ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λίσπος / λίσφος «λείος»] … Dictionary of Greek
lei-3 — lei 3 English meaning: slimy; to glide Deutsche Übersetzung: ‘schleimig, durch Nässe glitschiger Boden, ausgleiten, worũber hinschleifen or streichen, also glättend worũber fahren; andrerseits schleimig = klebrig” Note: various… … Proto-Indo-European etymological dictionary